μιλέτι

μιλέτι
το
(λ. τουρκ.), φυλή, έθνος, ράτσα (υποτιμητικά): Τους θεωρεί κατώτερο μιλέτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μιλέτι — το 1. (σύμφωνα με το Κοράνιο) η θρησκεία που κήρυξαν ο Αβραάμ και οι άλλοι παλαιότεροι προφήτες 2. (στα μεσαιωνικά ισλαμικά κράτη) χαρακτηρισμός ορισμένων μη μωαμεθανικών κοινοτήτων, κυρίως χριστιανών ή Εβραίων 3. (στην πολυεθνική Οθωμανική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”